- θυμηδής
- θυμηδής, -ές (ΑΜ)ευχάριστος, αγαπητός, προσφιλής.επίρρ...θυμηδῶς (Α)ευχάριστα, ευάρεστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -ηδής (< ήδος «ευχαρίστηση»), πρβλ. α-ηδής, μελι-ηδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμηδής — θῡμηδής , θυμηδής well pleasing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηδέ' — θυμηδέο , θυμηδέω to be glad hearted pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) θυμηδέαι , θυμηδέω to be glad hearted pres ind mp 2nd sg (epic ionic) θυμηδέο , θυμηδέω to be glad hearted imperf ind mp 2nd sg (epic ionic) θῡμηδέα , θυμηδής well pleasing … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηδεῖς — θυμηδέω to be glad hearted pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) θῡμηδεῖς , θυμηδής well pleasing masc/fem acc pl θῡμηδεῖς , θυμηδής well pleasing masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηδέα — θῡμηδέα , θυμηδής well pleasing neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμηδέα , θυμηδής well pleasing masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηδές — θῡμηδές , θυμηδής well pleasing masc/fem voc sg θῡμηδές , θυμηδής well pleasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηδέστατα — θῡμηδέστατα , θυμηδής well pleasing adverbial superl θῡμηδέστατα , θυμηδής well pleasing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
θυμηδία — η (ΑΜ θυμηδία και Α ιων. τ. θυμηδίη) [θυμηδής] νεοελλ. διάθεση για ειρωνικό γέλιο, φαιδρότητα που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη θυμηδία τών ακροατών») αρχ. 1. ψυχική ηδονή, χαρά, ευχαρίστηση τής ψυχής 2. στον πληθ. αἱ θυμηδίαι… … Dictionary of Greek
θυμηδώ — θυμηδῶ και δωρ. τ. θυμαδῶ, έω (Α) [θυμηδής] είμαι γεμάτος χαρά, είμαι ευχαριστημένος … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek